Τα θερινά σινεμά που αγαπήσαμε- Εύη Ρούτουλα
Τα θερινά σινεμά που αγαπήσαμε
Όλοι εμείς οι κινηματογραφόφιλοι, όλοι εμείς οι ρομαντικοί, όλοι εμείς που προσπαθούμε να ξεφύγουμε από την πραγματικότητα με κάθε τρόπο, λατρεύουμε τα θερινά σινεμά. Οι γραφιάδες πλάθουμε ιστορίες, μπορεί να είναι πετυχημένες, μπορεί όχι, μπορεί να αγγίξουν πολλούς ή λίγους, μπορεί να επηρεάσουν κάποιους άλλους να ξεκινήσουν κάτι, μπορεί και όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως, οι ιστορίες γράφονται και υπάρχουν. Κάτι παρόμοιο κάνει και ένας σκηνοθέτης με αρκετά πιο περίπλοκο τρόπο όμως: αυτός χρειάζεται αρχικά τον γραφιά, μετά τον μεταρρυθμιστή γραφιά, αρκετούς ανθρώπους που θα τρέξουν να χρηματοδοτήσουν το όνειρό του, που θα βρουν αντικείμενα και τοποθεσίες και κουστούμια και αρκετούς τεχνικούς διαφόρων ειδών και αρκετούς ταλαντούχους ερμηνευτές. Οι ταινίες είναι μια πολύ πιο περίπλοκη και δαπανηρή μορφή ανάγνωσης παραμυθιών. Όλα ξεκινάνε από μια ιστορία που ο δημιουργός της πιστεύει ότι αξίζει να ειπωθεί. Ας την απολαύσουμε λοιπόν.
Όλοι οι Έλληνες λίγο- πολύ έχουμε αναμνήσεις από τα θερινά σινεμά της πατρίδας μας. Όπως τραγούδησε και ο Λουκιανός Κελαηδώνης «τα καλύτερά μας χρόνια φεύγουν βιαστικά μέσα σε κάποια θερινά σινεμά με αγιόκλημα και γιασεμιά». Στα θερινά σινεμά ερωτευτήκαμε, παίξαμε με τις γάτες, μυρίσαμε τα λουλούδια, καπνίσαμε το τσιγαράκι μας, ήπιαμε μια μπύρα με έναν φίλο, δοκιμάσαμε την σπιτική λεμονάδα και τα γλυκό του κουταλιού των ιδιοκτητών. Και είδαμε ταινίες, ξεφύγαμε από την καθημερινότητα που μας κουκούλωνε και ζήσαμε ιστορίες: πήγαμε στο φεγγάρι, πήγαμε στα νησιά Γκαλαπάγκος, βρεθήκαμε με τον Φιλέα Φογκ, τον Κόμη Μοντεχρήστο και την Μαρία Αντουανέτα, ερωτευτήκαμε στην Γαλάζια Λίμνη, χορέψαμε στους ρυθμούς του Σαββατόβραβου, πήγαμε με την Νινότσκα στο Παρίσι και αισθανθήκαμε τρόμο μαζί με την Ντόρις Ντέι στο Μαρόκο.
Είμαστε από τους αρχαιότερους λαούς του κόσμου, ίσως για αυτόν τον λόγο θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε οι καλύτεροι στα πάντα. Είμαι σίγουρη ότι πολλοί Έλληνες πιστεύουν ότι το θερινό σινεμά είναι ελληνική επινόηση. Λυπάμαι που θα τους διαψεύσω αλλά το πρώτο θερινό σινεμά παγκοσμίως όπως έχει καταγραφεί από το βιβλίο ρεκόρ των Γκίνες, λειτούργησε στην πόλη Μπρουμ της Αυστραλίας. Βρισκόταν στην κινέζικη συνοικία της πόλης και το είχαν Κινέζοι κινηματογραφόφιλοι. Άλλες χώρες που είχαν θερινά σινεμά πριν την Ελλάδα ήταν η Ταυλάνδη και το Ιράκ.
Οι πρώτοι θερινοί κινηματογράφοι στην Ελλάδα άνοιξαν την δεκαετία του 1910, αρχικά δεν είχαν αντίτιμο εισιτηρίου, οι θεατές πλήρωναν μόνο το ποτό που έπιναν. Στην Ελλάδα αντίτιμο εισιτήριου καθιερώθηκε μετά το 1937. Στην χώρα μας με τον ωραίο καιρό και την λογική των επιχειρήσεων άρπα κόλα ήταν λογικό να ανθύσει ο θερινός κινηματογράφος: λίγες καρέκλες κάτω από τα άστρα, ένα πανί και μια ιστορία. Πριν μερικά χρόνια το αμερικανικό δίκτυο CNN ανακήρυξε το θερινό σινεμά Θησείον στην Αθήνα ως το πιο όμορφο σινεμά παγκοσμίως, ας μην ξεχνάμε ότι έχει θέα στην Ακρόπολη. Θέα στην Ακρόπολη έχει και ο ιστορικός κινηματογράφος της Αθήνας Cine Paris, ο οποίος συγκαταλέγεται στους 10 καλύτερους θερινούς κινηματογράφους παγκοσμίως σύμφωνα με την αγγλική εφημερίδα Guardian.
Σύμφωνα με τις καταγραφές στην δεκαετία του 1960 στην περιοχή της Αττικής υπήρχαν τουλάχιστον 320 θερινοί κινηματογράφοι. Κάθε χρόνο κλείνουν όλο και περισσότεροι. Στην αρχή έφταιγε η τηλεόραση, μετά οι βιντεοκασσέτες, μετά τα DVD, μετά το διαδίκτυο, τα τελευταία χρόνια η οικονομική κρίση. Εγώ πιστεύω ότι τελικά αυτό που έφταιξε είναι η απομόνωση, κλειστήκαμε όλοι στα σπίτια μας, βολευτήκαμε από αυτήν την κατάσταση, τώρα έχουμε και δικαιολογία να μην βγαίνουμε έξω. Σταματήσαμε να μοιραζόμαστε τις ιστορίες. Αλλά τελικά οι ιστορίες και τα παραμύθια λέγονται γύρω από την φωτιά, οι ιστορίες μοιράζονται, συζητιούνται, αναλύονται.